- τηρητικός
- -ή, -όν, Α [τηρῶ (Ι)]1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.)2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» — οι εμπειρικοί, Γαλ.)3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν», Φίλ.)4. εκείνος που έχει ανάγκη συντήρησης και προστασίας («πῶς δονήσεται βιοῡν δογματικὸς ζητήσεων ἀπέχων, οὐ περὶ τῶν βιοτικῶν καὶ τηρητικῶν;», Διογ. Λαέρ.)5. προφυλακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.